-
1 анестезия
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анестезия
-
2 закалка
тех. 1. (нагрев материалов и последующее их быстрое охлаждение) η βαφή, η σκλήρυνση- с охлаждением в масле - με ψύξη στο έλαιο/λάδι2. (резкое охлаждение) η ψύξη/σβέση (διά της εμβάπτισης)- с охлаждением в соляном растворе - με ψύξη σε διάλυμα/λουτρό άλατοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закалка
-
3 коррозия
η διάβρωσ/η, η σκωρίασηпредотвращать - ю προλαμβάνω/παρεμποδίζω τη -предотвращать распространение - и προλαμβάνω/παρεμποδίζω την επέκταση της - ηςнеравномерная - (протекающая с разнойскоростью) ανισομερής - (με διαφορετικήταχύτητα)сухая - ξηρά -, στεγνή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коррозия
-
4 потеря
η απώλει/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > потеря
-
5 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
6 деформация
1. (изменение формы или размеров тела в целом) η παραμόρφωσηместная - η τοπική στρέβλωση, τοπική -2. (со-стояние тела) η καταπόνηση, η τάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > деформация
-
7 помеха
η παρεμβολ/ή, το εμπόδιο, το κώλυμα, η δυσχέρεια/δυσκολίαиндустриальная - см. промышленная -местная (рлк.) - τοπική -ответная - (рлк.) τα ηλεκτρονικά αντίμετραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помеха
-
8 прочность
1. (крепкость, надёжность, устойчивость) η αντοχή, η ανθεκτικότηταместная - мор. τοπική -поперечная - мор. εγκάρσια -продольная - мор. διαμήκης -2. (неподверженность переменам, определённость) η σταθερότητα, η στερεότητα, ημονιμότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прочность
-
9 анестезия
анестези́||яж ἡ ἀναισθητοποίηση[-ις], ἡ ἀναισθήτίαση [-ις], ἡ νάρκωση [-ις]:местная \анестезияя ἡ τοπική ἀναισθησία. -
10 анестезия
-и θ.αναισθησία•общая анестезия γενική αναισθησία•
местная анестезия τοπική αναισθησία.